- ξυνουσία
- συνουσίᾱ , συνουσίαbeing withfem nom/voc/acc dualσυνουσίᾱ , συνουσίαbeing withfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνουσίᾳ — συνουσίαι , συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… … Dictionary of Greek